Δεν χρειάζεται να είσαι καλός.
Δεν χρειάζεται να διανύσεις στα γόνατα
εκατό μίλια μες στην έρημο μετανοών.
Χρειάζεται μονάχα να αφήσεις το μαλακό ζώο στο σώμα σου
να αγαπά αυτό που αγαπά.
Πες μου για την απόγνωση, τη δική σου, κι εγώ θα σου πω για τη δική μου.
Εντωμεταξύ ο κόσμος συνεχίζει.
Εντωμεταξύ ο ήλιος και τα καθαρά βότσαλα της βροχής
διασχίζουν τα τοπία,
πάνω από λιβάδια και βαθιά δέντρα,
από βουνά και ποταμούς.
Εντωμεταξύ οι αγριόχηνες, ψηλά στο διάφανο μπλε αέρα,
επιστρέφουν στο σπίτι τους και πάλι.
Όποιος κι αν είσαι, όσο κι αν είναι μόνος,
ο κόσμος προσφέρεται στη φαντασία σου,
σε καλεί όπως οι αγριόχηνες, τραχύς και συναρπαστικός
ξανά και ξανά αγγέλοντας τη θέση σου
στην οικογένεια των πραγμάτων.

Το ΨΑΡΙ

Το πρώτο ψάρι
που έπιασα ποτέ
δεν καθόταν ήσυχο
στον πάτο του κουβά
αλλά κοπανιόταν και ρούφαγε
την καυτή
έκπληξη του αέρα
και πέθανε
μ΄ένα αργό άδειασμα
ουράνιων τόξων. Αργότερα
άνοιξα το σώμα του και ξεχώρισα
το κρέας από τα κόκκαλα
και το έφαγα. Τώρα η θάλασσα
είναι μέσα μου. Είμαι το ψάρι, το ψάρι
λάμπει μέσα μου. Είμαστε
αναστημένοι, μπλεγμένοι ο ένας μέσα στον άλλο, σίγουροι ότι θα πέσουμε
ξανά στη θάλασσα. Από πόνο,
και πόνο, και περισσότερο πόνο
ταϊζουμε αυτό το πυρετώδες σχέδιο, θρεφόμαστε
από το μυστήριο.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Δεν χρειάζεται να είναι
το γαλάζιο κρίνο, μπορεί να είναι
τ’ αγριόχορτα σε μιαν αλάνα, ή μερικές
μικρές πέτρες. Απλώς
δώσε προσοχή, μετά βρες
μερικές λέξεις και μην προσπαθήσεις
να τις κάνεις πολύπλοκες, δεν πρόκειται για
διαγωνισμό αλλά για είσοδο
στην ευχαριστία, και σε μία σιωπή όπου
μία άλλη φωνή μπορεί να μιλήσει.

Η καλοκαιρινή ημέρα

Ποιος έφτιαξε τον κόσμο;
Ποιος έφτιαξε τον κύκνο, και την μαύρη αρκούδα;
Ποιος έφτιαξε την ακρίδα;
Ετούτη την ακρίδα ενοοώ-
αυτή που πετάχτηκε από το γρασίδι,
αυτή που τρώει ζάχαρη από το χέρι μου,
που κουνά τα σαγόνια της πίσω και μπρος αντί για κάτι και πάνω-
που κοιτάζει τριγύρω με τα τεράστια και πολύπλοκα μάτια της.
Τώρα σηκώνει τα χλωμά της χέρια και πλένει επιμελώς το πρόσωπό της.
Τώρα ανοίγει τα φτερά της, και πετάει μακριά.
Δεν ξέρω τί ακριβώς είναι προσευχή.
Ξέρω πώς να προσέχω, πώς να πέφτω
στο γρασίδι, πώς να γονατίζω στο γρασίδι,
πώς να είμαι ήσυχη και ευλογημένη, πώς να περπατώ χαζολογώντας στα χωράφια,
πράγμα που κάνω όλη την ημέρα σήμερα.
Πες μου, τί άλλο θα έπρεπε να είχα κάνει;
Δεν πεθαίνουν όλα εν τέλει, και υπερβολικά νωρίς;
Πες μου, τί σχεδιάζεις να κάνεις
με την μία, άγρια και πολύτιμη ζωή σου;

Τραγούδι των χτιστών

Ένα καλοκαιρινό πρωινό
κάθισα
στην πλαγιά ενός λόφου
να σκεφτώ περί του Θεού-
ένας άξιος τρόπος να περάσεις την ώρα σου.
Δίπλα μου, είδα
ένα τριζόνι.
Κουνούσε τα στάχυα στην πλαγιά
μια από δω και μια από κει.
Πόσο πολλή ενέργεια είχε,
Πόσο ταπεινή ήταν η προσπάθειά του.
Ας ελπίσουμε
ότι θα είναι πάντα έτσι,
ότι ο καθένας μας θα βαδίζει
τον δικό του ανεξήγητο δρόμο
χτίζοντας το σύμπαν.

Το ταξίδι

Έφτασε επιτέλους η μέρα που ήξερες
τί έπρεπε να κάνεις, και ξεκίνησες,
παρόλο που οι φωνές τριγύρω σου
επέμεναν να κραυγάζουν
τις κακές συμβουλές τους-
παρόλο που ολόκληρο το σπίτι
άρχισε να τρέμει
κι ένιωθες ένα οικείο τσίμπημα
στους αστραγάλους.
«Φτιάξε τη ζωή μου!»
φώναζε κάθε φωνή.
Αλλά εσύ δεν σταμάτησες.
Ήξερες τί έπρεπε να κάνεις,
παρόλο που ο άνεμος ταρακουνούσε
με τα σκληρά του δάχτυλα
τα θεμέλια,
παρόλο που η μελαγχολία τους
ήταν φρικτή.
Ήταν ήδη πολύ αργά,
κι η νύχτα ήταν άγρια,
κι ο δρόμος γεμάτος πεσμένα
κλαδιά και πέτρες.
Αλλά σιγά-σιγά,
όσο άφηνες τις φωνές πίσω σου,
τ΄αστέρια άρχισαν να λάμπουν
μέσα από πυκνά σύννεφα
και φάνηκε μία καινούρια φωνή
που σε λίγο
αναγνώρισες ως δική σου,
που σου κρατούσε συντροφιά
καθώς δρασκελούσες όλο πιο βαθιά
στον κόσμο,
αποφασισμένη να κάνεις
το μοναδικό πράγμα που μπορούσες να κάνεις-
αποφασισμένη να σώσεις
τη μοναδική ζωή που μπορούσες να σώσεις.