Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

Μία προσπάθεια

Σχεδόν τα κατάφερε. Η πρώτη της φορά. Η πρώτη. Τα χέρια της μικρά, άσπρα, στρογγυλά κουβάρια. Βυθισμένα κάτω από το άγγιγμα της γκριζογάλανης κουβέρτας. Σκεπασμένη ως το στέρνο, με σώμα εγκλωβισμένο, ακίνητο, βουβό. Ώρες άπειρες.

Βρώμα. Έτσι μυρίζει το κορμί της τώρα. Βρώμα και σαπίλα. Όλα τ' άλλα είναι τέλεια καθαρά εδώ μέσα. Μόνο η δική της αφή απαίσια. Κάποιος ήρθε πριν λίγο να σφουγγαρίσει το χλωμό δάπεδο με τα γαλάζια, συμμετρικά, αυστηρά πλακάκια. Είχε τα μάτια της κλειστά, μα μύρισε τη χλωρίνη διαλυμένη στον υγρό κουβά.

Το δωμάτιο που την έβαλαν ευρύχωρο, ηλιόλουστο, τοίχοι κατάλευκοι. Σίγουρα το διάλεξε η Mητέρα της. Σίγουρα πληρώνει πολλά για να την έχει εδώ. Ψάχνει να ακουμπίσει κάπου τα μάτια της. Μονάχα ένα ανόητο, καλογυαλισμένο τραπεζάκι δίπλα της. Γυμνό. Αντανακλά βίαια τον ήλιο στην επιφάνειά του. Και μια καρέκλα. Για τη Mητέρα της. Δεν περιμένει άλλον.

Το κρεβάτι της κρύο μεταλλικό, βράχος στην παγωνιά του λιτού αυτού τοπίου. Θα ήθελε να ήταν τα φώτα σβηστά. Μα όχι. Όχι. Όχι. Της είπαν να σηκωθεί, να χαρεί τη μέρα. Ανοησίες. Αδύνατον να κινηθεί. Σε κάθε βήμα θα κινδύνευε να πνιγεί. Η παγωμένη λίμνη του δαπέδου θα έσπαγε βασανιστικά, αργά, αποτελεσματικά. Κρακ. Κρακ. Κρακ. Θα μπλαβίνιζαν τα ακροδάχτυλά της.

Ας είχαν καρφώσει ένα ρολόι τουλάχιστον. Να ξέρει πότε θα φτάσει η ώρα του επισκεπτηρίου. Να μην είναι τρομοκρατημένη συνεχώς. Να μπορεί να ηρεμεί μέχρι να ξανακούσει τη χαρακιά του μυτερού βόμβου τακουνιών να πλησιάζουν στην πόρτα. Να τεμαχίσει τον χρόνο, σε χρόνο πριν και χρόνο μετά. Να καψαλίσει το μουαλό της, να υποδεχτεί τη Mητέρα της με πνιγμένο πανικό. Κυρίαρχη. Να είναι κυρίαρχη του τρόμου της.

Το πρόσωπό της μάσκα θανάτου. Έχει ξεχάσει τα χαρακτηριστικά της. Έχουν γίνει νωθρά, πρησμένα, άτονα στο νου της. Δεν έχει καθρέφτη. Απαγορεύεται. Όταν έρθει η επισκέπτριά της θα ξαναθυμηθεί. Θα δει πώς θα είναι σε είκοσι χρόνια. Σε είκοσι χρόνια. Αν αποτύχει ξανά.

Έτσι. Έτσι. Έτσι θα γίνω. Μου λένε πάντοτε πως της μοιάζω. Γαλακτερό δέρμα, βαρετό. Και μάτια ζωηρά, κατάσαρκα. Και όταν μου το λένε, ακούω μια φωνή να ουρλιάζει στο αυτί μου. Τόσο αίμα μέσα μου ψάχνει πηγή να αναβλύσει, να σπρωχτεί στα πόδια τα λευκά.

Θα έχουν γεμίσει τρίχες τώρα. Εβδομάδες και εβδομάδες και εβδομάδες δεν τα κοίταξα. Δεν μου δίνουν ξυραφάκι. Απαγορεύεται. Το δικό μου είναι ροζ, ακουμπισμένο στο πράσινο ράφι του μπάνιου στο σπίτι της Μητέρας. Σίγουρα θα το έχει πετάξει στα σκουπίδια τώρα. Εκεί θα ήθελα να βρίσκομαι κι εγώ. Στα σκουπίδια. Χωράω στον τενεκέ των απορριμάτων. Την επόμενη φορά. Έτσι μου υποσχέθηκε. Ο θάνατος. Νάτος! Νάτος!

Ξέρει η Μητέρα σου, γλυκιά μου, τί κάνει. Η Μητέρα σου ψαχουλεύει να τρυπώσει στο θυμικό σου, να βουτήξει ανελέητα, να επιβάλει τη γιατρειά της θλίψης σου. Η Μητέρα σου ξέρει. Θα έρθει σε λίγο. Θα κάτσει δίπλα σου. Θα τρίξει η καρέκλα. Θα σου χαμογελάσει. Οι ελπίδες σου θα σέρνονται.

Πονάει κι αυτή. Έτσι σου λένε. Δεν τη συμπονάς. Αν σε ακουμπήσει θα ουρλιάξεις. Θα ορμήξεις. Θα τρέξεις. Θα βγει αίμα. Αίμα. Αίμα. Εκείνη θα μένει πάντοτε στωϊκή, καρτερική, ατάραχη, σταθερή, τέλεια. Πέτρινη. Μονάχες οι δικές σου πληγές. Αποδεικνύουν την ανάσα σου. Οι γάζες κυκλώνουν τους καρπούς σου.

Τα δάχτυλα της Μητέρας σου. Ίδια. Ίδια με τα δικά σου. Τα δάχτυλα αυτά σε γέννησαν. Ίδια. Ίδια με τα δικά σου. Η μορφή της στη δική σου. Το ναρκωμένο σου κορμί, προσφορά στη Θεά ετούτη. Θέλεις να παραβείς κάθε νόμο της.

Τα μάτια της επάνω σου. Περιμένουν καθημερινά μια εξομολόγηση. Μια εξήγηση. Ο φόβος σε κατεδαφίζει. Πώς να της μιλήσεις; Πώς να της εξηγήσεις; Πώς να της πεις πως; Πώς να την πληγώσεις και να επιβιώσεις; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Ο θάνατος. Η πιο καθαρή λύση. Τελειωτική. Οριστική. Τέλεια. Το κορμί παγωμένο. Σε λίγο θα έρθει. Πώς θα είσαι ασφαλής; Κάτι οικείο. Αυτό χρειάζεσαι. Φόρεσε τη μάσκα σου. Τη μάσκα σου. Γρήγορα. Την ακούς;

Δεν υπάρχουν σχόλια: